Η ιστορία του Μορφέα

Το πέτρινο κτίριο στο οποίο σήμερα λειτουργεί ο παραδοσιακός ξενώνας Μορφέας, χτίστηκε το 1863 από τον Πολυχρόνη Κατσανίκα, ο οποίος εργάζονταν στην Ρουμανία και έφερε τα χρήματα του στο Πάπιγκο από το οποίο καταγόταν.

Το αρχοντικό αυτό σπίτι, αργότερα πέρασε στα χέρια του υιού του, Μάνθου Κατσανίκα που ήταν παντρεμένος με την Αικατερίνη Κατσανίκα. Η Αικατερίνη είχε βραβευτεί από τον ΕΟΤ με το «Βραβείο καθαριότητας και φιλοξενίας» κατά την περίοδο που ίσχυε βάσει νόμου η υποχρεωτική παραχώρηση δωματίων με αντίστοιχο μίσθωμα προς τους πρώτους τουρίστες της σεζόν για όσους διατηρούσαν αρχοντικά στο Πάπιγκο.

Σε αυτό το διάστημα. νοίκιαζαν 2 δίκλινα δωμάτια, το «Ματζάτο» στο ισόγειο και το «Οντόπουλο» στον επάνω όροφο. O Μάνθος Κατσανίκας, έδωσε με τη σειρά του, το σπίτι στην αγαπημένη του κόρη Σοφία Θωμά Κατσανίκα γιατί έμενε πάντα μαζί του και τον φρόντιζε ενώ παράλληλα είχε παντρευτεί και είχε δημιουργήσει τη δική της οικογένεια. Η κόρη του, είχε το όνομα της αδερφής του Σοφίας, που την είχαν πάρει οι αντάρτες και πέθανε από ασιτία στα βουνά της Αλβανίας λόγω του ότι δεν έτρωγε επειδή ήταν βρώμικα τα καζάνια και το φαγητό. Την αδυναμία αυτή προς την κόρη του, ενίσχυε και το γεγονός ότι έμοιαζε πολύ στη μητέρα της (τη σύζυγό του) που την αγαπούσε πάρα πολύ και την έχασε νέα, μόλις 54 χρόνων.

Ο Μάνθος Κατσανίκας πολέμησε στη Μικρά Ασία όταν ήταν 18 χρονών ως τσολιάς και έφτασε μέχρι το Εσχί Σεχίρ από όπου και επέστρεψε στην πατρίδα μαζί με λιγοστούς συμπολεμιστές του ενώ αρκετοί άλλοι δεν τα κατάφεραν. Η γυναίκα του Αικατερίνη Κατσανίκα ήταν κομμουνίστρια και την κυνηγούσαν για να την πάρουν. Αυτός όμως, επειδή την αγαπούσε πάρα πολύ, την έκρυβε συνέχεια στις καταπακτές στο σπίτι, στο στάβλο και στο κελάρι για να μην τη βρουν.

Ο Μορφέας σήμερα

Ο Μορφέας δημιουργήθηκε το 2007 με ανακαίνιση στο παλιό αρχοντικό και τη δημιουργία νέου κτιρίου δίπλα εκεί όπου ήταν ο στάβλος. Ο Μορφέας διαθέτει τους εξής χώρους: τη «Σάλα», την αίθουσα υποδοχής που βρίσκεται στην είσοδο του Μορφέα κάτω από την εσωτερική σκάλα και συνδέεται με το κελάρι που το χρησιμοποιούσαν ως αποθηκευτικό χώρο για τα τρόφιμα τους λόγω της θερμοκρασίας επειδή τότε δεν υπήρχαν ψυγεία. Τότε ονομαζότανε «μπίμτσα» και τώρα έχει γίνει ή αίθουσα πρωινών. Το «Μαντζάτο», το οποίο τώρα έχει γίνει δίκλινο δωμάτιο με τζάκι και παλιά ήταν το δωμάτιο υποδοχής σε γιορτές για τους επισκέπτες ενώ αργότερα το νοίκιαζαν με απόφαση του ΕΟΤ. Σε τουρίστες. Ανεβαίνοντας τη σκάλα, η οποία είναι μισή πέτρινη και μισή ξύλινη, διαχωρίζοντας έτσι και τη χρηστικότητα του χώρου, συναντάμε την «Κρεβάτα», το χολ του πάνω μέρος του σπιτιού με την «Μεσάντρα», ντουλάπα πάνω από την σκάλα που τη χρησιμοποιούσαν για αποθηκευτικό χώρο για μάλλινα, φλοκάτες και άλλα. 

Η «Κρεβάτα» επικοινωνεί με το «Οντόπουλο» όπου ήταν ένα μικρό δωμάτιο με τζάκι όπως όλα και με ένα κρεβάτι όπου κοιμότανε η υπηρεσία του σπιτιού. Δίπλα, ήτανε τα «Μπάσια», ένα δωμάτιο μεγάλο όπου κοιμότανε η οικογένεια τους χειμερινούς μήνες γι’αυτό και τα μπάσια ήτανε μεγάλα για να χωράνε όλοι δίπλα από το τζάκι. Στο σημερινό πεντάκλινο δωμάτιο όπου δημιουργήθηκε από τα «Μπάσια» και το «Οντόπουλο», υπήρχε πόρτα η οποία οδηγούσε στην εξωτερική κουζίνα του σπιτιού με τον πετρόκτιστο φούρνο που σώζεται μέχρι και σήμερα. Στο διπλανό κτίριο, που τώρα βρίσκεται το σπίτι των ιδιοκτητών, υπήρχε το εξωτερικό κουζινάκι και η τουαλέτα καθώς και ο στάβλος όπου κοιμόταν τα ζώα. Με την ανακαίνιση δημιουργήθηκε και ο πάνω όροφος που φιλοξενεί τα 2 τετράκλινα δωμάτια. Πάνω και πίσω από το κτίριο, βρίσκεται το περιβόλι μας, οι παλιοί κήποι που διατηρούνται ακόμη και σήμερα, στο οποίο καλλιεργούμε βιολογικά προϊόντα τα οποία προσφέρουμε στα πρωινά.

Στην πετρόκτιστη αίθουσα του πρωινού, επιλέγουμε να σερβίρουμε ως επί το πλείστον βιολογικά προϊόντα παραγωγής μας όπως σπιτικές, παραδοσιακές μαρμελάδες, πίτες με χόρτα και ντόπια τυρόπιτα, μέλι και αυγά από ντόπιους παραγωγούς αλλά και φρέσκα φρούτα εποχής.